-
1 αναπέμπω
αναπέμπω ρ. μετβ.обращаться к Богу, возноситься в молитве:αναπέμπω δέηση — возносить молитву, молиться
αναπέμπω ευχαριστία — возносить благодарность, благодарить
Этим.дргр. первоначальное значение «высылать, посылать наверх» -
2 αναπέμπω
(αόρ. ανέπεμψα) μετ.1) издавать (запах); 2) возносить;αναπέμπω δέηση στο ουρανό — возносить мольбу к нёбу
См. также в других словарях:
αναπέμπω — (Α ἀναπέμπω και ποιητ. ἀμπέμπω) 1. στέλνω προς τα επάνω 2. εκπέμπω, αναδίνω 3. απλώς στέλνω (Εκκλ.) απευθύνω ευχή, δέηση, ευχαριστία κ.λπ. στον Θεό νεοελλ. βγάζω φωνή, εκστομίζω μσν. (στη Νομ.) ζητώ αναβολή, αναβάλλω αρχ. Ι. ενεργ. 1. στέλνω προς … Dictionary of Greek
αναπέμπω — πεμψα, πέμφθηκα, στέλνω προς τα πάνω, απευθύνω: Ο ιερέας ανάπεμψε δέηση στον Ύψιστο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)